Θανάσης Τριαρίδης


Κείμενο: Λάμπρος Μητρόπουλος
01 Απριλίου 2024

Ένας είναι ο Έλληνας συγγραφέας που μου προκαλεί δέος με τα γραπτά του και τον λόγο του: ο Θανάσης Τριαρίδης, ο πιο γενναιόδωρος, ακάματος, ιδιαίτερος άνθρωπος του καιρού μας. Ένα αναγεννησιακό πνεύμα ασύλληπτης μόρφωσης, που χαρίζει απλόχερα όλα τα έργα του στο διαδίκτυο.

Γιάννης Φαρσάρης - Συγγραφέας

----------

Ο Θανάσης Τριαρίδης είναι ένας δημιουργός που δεν μπορεί να αρκεστεί ή, καλύτερα, να περιοριστεί σε ένα είδος γραφής. Μέσα στα χρόνια, έχει καταπιαστεί με το μυθιστόρημα, τη νουβέλα, το διήγημα, την ποίηση, το θέατρο, το δοκίμιο… Η κατάταξή του είναι δύσκολη τόσο επειδή έχει δώσει εξαιρετικά δείγματα γραφής σε όλα τα πεδία, όσο και επειδή ο ίδιος φαίνεται να μη θέλει να υποκύψει πλήρως στις συμβάσεις κάθε είδους λόγου. Το θέατρό του «ζητά» έναν ή δυο, το πολύ, συνήθως, χαρακτήρες επί σκηνής. Τα μεγάλα πεζογραφήματά του υιοθετούν, συχνά, μια θραυσματική, μα πλήρως ενοποιημένη γραφή.

Τα ποιήματά του ακροβατούν μεταξύ ενός ύφους βαθιά προσωπικού και ακραιφνώς καταγγελτικού. Τα μόνα χαρακτηριστικά που διατρέχουν σταθερά τα έργα του είναι η αχαλίνωτη φαντασία του και η πολιτική του σκέψη. Ο Τριαρίδης θέλει να μιλήσει, έχει τι να πει. Κι έτσι, η πανσπερμία αυτή ορίζει, τελικά, ένα συνεχές κυρίως γιατί, πάνω απ’ όλα, διέπεται από και εκφράζει τη βαθιά αγάπη του για καθετί ανθρώπινο, γι’ αυτό που ο ίδιος ονομάζει ανθρωπινότητα. Αυτό είναι που τον κάνει εκτός από αγαπημένο δημιουργό και έναν εξίσου αγαπημένο άνθρωπο για όσους έχουν την τύχη να τον γνωρίζουν και προσωπικά.

Ροζαλί Σινοπούλου - Διδάκτωρ συγκριτικής λογοτεχνίας και δραματολογίας, μεταφράστρια

----------

Με ιδιαίτερη χαρά καλωσορίζουμε στο ραδιόφωνο τέχνης έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες, τον Θανάση Τριαρίδη. Αφορμή για την γνωριμία μαζί του, μεταξύ των άλλων, στάθηκαν οι τρείς θεατρικές παραστάσεις που παίζονται αυτή την περίοδο στην Αθήνα με τη δική του αριστοτεχνική γραφή.

Το έργο «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι που παίζεται στο Θέατρο Πορεία σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου, το έργο «Μένγκελε» που παίζεται στο θέατρο Νους σε σκηνοθεσία της Αναστασίας Κουμίδου και το έργο «Μουγγή Καμπάνα» που παίζεται στο θέατρο Μπέλλος σε σκηνοθεσία Μάριου Κρητικόπουλου και Πάνου Αποστολόπουλου. Με εξαιρετικές ομάδες ηθοποιών και οι τρείς παραστάσεις.

Μελετώντας τα έργα του Θανάση Τριαρίδη, που κυκλοφορούν ελεύθερα δικαιωμάτων στο διαδίκτυο, είναι ευδιάκριτο ότι ο βασικός πυλώνας της σκέψης του είναι ο ανθρωπισμός. Τα κείμενα του είναι πολλές φορές προκλητικά, αιρετικά, ακραία, δεν έχουν όρια είναι γραμμένα όμως με έναν περίτεχνο συναρπαστικό τρόπο. Το γεγονός αυτό δημιουργεί μια έντονη λογοτεχνική μαγεία, που πυροδοτεί τον αναγνώστη και τον κάνει να αισθάνεται σαν μέρος του δημιουργήματος. Έτσι ο λογοτεχνικός λόγος του Τριαρίδη λυτρώνει, γιατί ο αναγνώστης μπορεί να εκβάλει μέσω αυτού τα άκαυστα συναισθήματα της ζωής του, κάτι που μόνο η σπουδαία λογοτεχνία μπορεί να πετύχει.

Το μεγαλύτερο μέρος των γραπτών του (δοκίμια, ποίηση, πεζογραφία) δημιουργούν ένα ιδιαίτερο δραματουργικό σύμπαν που κινείται σε μια συνεχή υπέρβαση ορίων, θίγοντας τα μεγάλα θέματα της ανθρώπινης ύπαρξης, την αγάπη, τη φονική τάση του ανθρώπου, το ναζισμό, τον αμοιβαίο θάνατο ως μέσο ένωσης, το προσφυγικό και πλήθος άλλων κοινωνικών θεμάτων.

Πλήθος κριτικών έχουν γραφτεί για το έργο του. Αρκετές προέρχονται από ακραίους θρησκευτικούς ή πολιτικούς κύκλους που τον εξοβελίζουν, και πολλές από λογοτέχνες, κριτικούς και πανεπιστημιακούς που τον εξυμνούν χάρη στην αυθεντική, δημιουργική και σύγχρονη μυθοπλαστική του γραφή που έδωσε νέα πνοή στα ελληνικά γράμματα, με μοναδική πρωτοτυπία αλλά και τον ιδιότυπο μαγικό ρεαλισμό των κειμένων του.

Τα έργα του είναι γραμμένα με τέτοιο τρόπο που στον πυρήνα τους έχουν μια αδιάκοπη προσπάθεια για να ταρακουνήσουν και να μετατοπίσουν τον αναγνώστη / θεατή προς έναν περισσότερο ανθρωπιστικό συλλογισμό και κοινωνική ευαισθησία. Ο Τριαρίδης γνωρίζει ότι αυτό είναι ιδιαίτερα δύσκολο, και έτσι προσδίδει ηθελημένα ή άθελα του μια μοναδική έντονη ελκυστική γοητεία στο λογοτεχνικό του λόγο.

Γνωρίζοντάς τον, κατάλαβα ότι πρόκειται για μια μοναδική προσωπικότητα, ένα φλεγόμενο νοητικό εργαστήρι σκέψης και αντίληψης με απίστευτη αναλυτική και συνθετική ικανότητα, που κινείται μέσα σε μια χωρίς όρια θάλασσα ευαισθησίας, συναισθήματος και ανθρωπιάς.

Λάμπρος Μητρόπουλος

----------

triaridis13

Λάμπρος Μητρόπουλος.: Θανάση σε καλωσορίζω στο ραδιόφωνο τέχνης. Είναι μεγάλη μου χαρά που είσαι μαζί μας.

Θανάσης Τριαρίδης.: Μεγάλη χαρά και για μένα Λάμπρο, γίνεται μια πάρα πολύ ποιοτική δουλειά στο Ραδιόφωνο Τέχνης και είναι αγώνας οπισθοφυλακών σε μία κοινωνία της ευτέλειας να γυρεύει κανείς τη πολιτισμική βαθύτητα, που θέλει χρόνο και μόχθο για να την αγγίξει, ενώ ζούμε σε μια εποχή, που όλα πρέπει να είναι εύκολα ως προς τη κατανάλωσή τους.

Λ.Μ.: Ναι, είναι μια δύσκολη προσπάθεια, αλλά έστω και εάν έναν άνθρωπο τον αγγίξει η δουλειά μας, είναι σημαντικό για μας.

Θ.Τ.: Συμφωνώ απόλυτα.

Λ.Μ.: Η κύρια αφορμή γι’ αυτή τη συζήτηση είναι η σημαντική παρουσία σου στα ελληνικά γράμματα. Ας μιλήσουμε όμως για την αριστουργηματική διασκευή, που έκανες στο «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι, το οποίο βέβαια είναι ένα κορυφαίο ψυχογράφημα της ανθρώπινης ύπαρξης που αυτή τη περίοδο παίζεται στο θέατρο Πορεία. Πως προέκυψε αυτή η διασκευή;

Θ.Τ.: Είμαι ένας άνθρωπος, που τοποθετεί τον Ντοστογιέφσκι στο κέντρο του κόσμου του. Για μένα ο Ντοστογιέφσκι  είναι ο μεγαλύτερος συγγραφέας της ανθρώπινης συνθήκης. Προτού λοιπόν μου προταθεί από το θέατρο Πορεία να κάνω το «Έγκλημα και Τιμωρία», είχα γράψει τουλάχιστον οκτώ θεατρικά έργα πάνω στο «Έγκλημα και Τιμωρία», που είναι κατά εμέ το σημαντικότερο μυθιστόρημα όλων των εποχών και όλων των αιώνων. Άρα δουλεύω για το «Έγκλημα και Τιμωρία», απ’ τα δεκαπέντε μου και ήρθε κάποια στιγμή στα πενήντα δύο μου να γράψω και μία θεατρική διασκευή. Αλλά μία άλλη θεατρική διασκευή του «Έγκλημα και Τιμωρία», είναι «ο Μένγκελε», που είναι ένα από τα πιο γνωστά μου έργα.

Λ.Μ.: Τι θέτει το «Έγκλημα και Τιμωρία»;

Θ.Τ.: Θέτει το δεδομένο του ηθικού φόνου. Κατά πόσο δηλαδή μπορεί ένας άνθρωπος να σκοτώσει για να κάνει καλύτερο τον κόσμο. Αυτό το ζήτημα, αυτό το μεγάθεμα, που θέτει ο Ντοστογιέφσκι με τον Ρασκόλνικοφ είναι κατά τη γνώμη μου το κορυφαίο ηθικό μεγάθεμα του πολιτισμού μας. Αν δώσουμε μία απάντηση σε αυτό, είμαστε υποχρεωμένοι να τοποθετηθούμε πολιτικά για ολόκληρο τον κόσμο. Δηλαδή, εάν στο ερώτημα, μπορείς να σκοτώσεις με το μπαλτά έναν κακό άνθρωπο, έναν άνθρωπο, που εσύ νιώθεις ότι είναι κακός, που είναι μια βδέλλα για τη κοινωνία, για την ανθρωπότητα, τότε έχεις απαντήσει σε όλα τα ιστορικά πολιτικά ερωτήματα του ανθρώπου.

Λ.Μ.: Μέσα από την ιστορία της ανθρωπότητας είδαμε ότι ένας ιδεολογικός πυρήνας μπορεί να οδηγήσει σε αυτή τη κατεύθυνση.

Θ.Τ.: Ακριβώς. Ο Χίτλερ έκανε το ολοκαύτωμα, διότι θεωρούσε ότι θα καλυτερεύσει τον κόσμο. Και γι’ αυτό το λόγο στο έργο μου ο Ρασκόλνικοφ σε όλο το έργο δεν λέει ούτε μια λέξη από το βιβλίο του Ντοστογιέφσκι. Λέει λέξεις του Χίτλερ και του Χριστού. Δηλαδή όλος ο ρόλος του Ντοστογιέφσκι είναι καμωμένος από ένα παστίζ λέξεων και λόγων του Χίτλερ και του Χριστού. Για να δείξω τι; Ότι όταν αποφασίζεις ότι έχεις το δικαίωμα να κάνεις κάτι, για να διορθώσεις τον κόσμο, τότε μπαίνεις στο βαθύτερο πυρήνα του φασισμού.

Λ.Μ.: Γράφεις κάπου ότι μετά την 27η Ιανουαρίου το 1945 ο Ντοστογιέφσκι έγινε το μαύρο κουτί της ανθρωπότητας. Πως το αιτιολογείς αυτό;

Θ.Τ.: Ναι, κοίταξε, όταν ο Ντοστογιέφσκι γράφει το «Έγκλημα και Τιμωρία» ο κόσμος το διαβάζει σαν ένα συναρπαστικό αστυνομικό μυθιστόρημα και ελαφρώς ακραίο και προκλητικό. Γιατί; Γιατί είναι προκλητικό για τον καιρό του, ο Ντοστογιέφσκι υποκειμενικοποιεί τη θέαση του φόνου από τη πλευρά του δολοφόνου. Δηλαδή βλέπουμε το φόνο μέσα από τα μάτια του δολοφόνου, τη προετοιμασία για έγκλημα και το φόνο.

Τον καιρό εκείνο αυτό ήταν αδιανόητο. Σήμερα και εξαιτίας του Ντοστογιέφσκι είναι η απόλυτη κανονικότητα. Σε ταινίες, σε μυθιστορήματα, σε αφηγήσεις, σε θεατρικά έργα με μεγάλη ένταση. Τότε όμως ήταν κάτι μοναδικό θεωρήθηκε ένα προκλητικό αστυνομικό μυθιστόρημα το Έγκλημα και Τιμωρία, και ο Ντοστογιέφσκι είχε θεωρηθεί ένας προκλητικός, ιδιοφυής  ακραίος και ελαφρώς ανοικονόμητος συγγραφέας.

Όταν πεθαίνει ο Ντοστογιέφσκι στα 1881 θεωρείται ένας μεγάλος Ρώσος συγγραφέας και είκοσι χρόνια μετά θεωρείται πια ένας μεγάλος ευρωπαίος συγγραφέας. Το 1930 θεωρείται ο πιο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας και λίγο πάνω από τον Τολστόι και μπαίνει στο ίδιο επίπεδο με τον Ντίκενς, μπαίνει στο ίδιο επίπεδο με τον Μπαλζάκ, κάποιοι τον θεωρούν και καλύτερο.

Και έρχεται το 1945. Το 1945 στις 27 Ιανουαρίου μπήκαν τα Ρώσικα τανκς μέσα στο Άουσβιτς. Και είδαν τι έγινε στο ολοκαύτωμα. Είδαν τους θαλάμους αερίων, είδανε τα κρεματόρια, είδανε τους σκελετωμένους ανθρώπους, είδανε τα παιδιά στο εργαστήριο των διδύμων του Μένγκελε και ξαφνικά κατάλαβαν ότι αυτό που μπορούσε να περιγραφτεί μόνο στη πιο ζοφερή φαντασία είχε πραγματωθεί. Το απόλυτο κακό, το οποίο δεν το έκανε μια έξαρση κτηνωδίας ενός μη πολιτισμένου λαού, αλλά μέσα στην καρδιά του ορθολογισμένου κόσμου, στη πατρίδα του Καντ, στην πατρίδα του Μπαχ, στην πατρίδα του Μπετόβεν, στην πατρίδα του Γκαίτε και του Σίλερ και με την ανοχή όλης της Ευρώπης έγινε το ολοκαύτωμα.

TriaridisET3

Φωτογραφία από την παράσταση «Έγκλημα και Τιμωρία» που παίζεται αυτή την περίοδο στο θέατρο Πορεία σε θεατρική διασκευή του Θανάση Τριαρίδη και σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου.

Λ.Μ.: Είναι φρικιαστικό, αυτό που συνέβη ήταν η μεγαλύτερη ντροπή της ανθρωπότητας μέχρι τότε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό που διάβασα, ότι οι Ναζί δοκίμασαν την αποτελεσματικότητα του αερίου κυκλώνα Β (υδροκυάνιο) σε 600 κρατούμενους στο Άουσβιτς, που πέθαναν όλοι μέσα σε 20 λεπτά και στη συνέχεια έγινε ο μόνιμος τρόπος εκτέλεσης των κρατουμένων.

Θ.Τ.: Πραγματικά τερατώδες ξεπερνάει τον λογισμό του ανθρώπου. Η ανθρωπότητα βρέθηκε σε τρομερή δυσκολία, τι θα κάνω με αυτό; Πως θα το διαχειριστώ; Ο Αντόρνο είπε ότι δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα μετά το Άουσβιτς. Ούτε ποίηση, ούτε λογοτεχνία, ούτε τέχνη, εφόσον έγινε το Άουσβιτς ο κόσμος σταματάει. Δεν υπάρχει πολιτισμός. Η Καντιανή θεωρία ότι ο κόσμος θα προοδεύει πάει στην άκρη. Και εκείνη την ώρα η ανθρωπότητα είπε, πού θα στηριχτώ; Τα ευαγγέλια δεν της έκαναν. Το κοράνι πόσο δε μάλλον. Εκείνη την ώρα λοιπόν έβαλε το χέρι στη βιβλιοθήκη και τράβηξε το Ντοστογιέφσκι.

Και ξαφνικά είδε ότι ο Ντοστογιέφσκι έλεγε πράγματα για την 27η Ιανουαρίου του 1945. Δηλαδή ξαφνικά ο Ντοστογιέφσκι μετά το ολοκαύτωμα δεν έγινε απλά ένας μεγάλος κλασικός συγγραφέας. Έγινε ο συγγραφέας, που έθεσε τα διακυβεύματα του ολοκαυτώματος και της Χιροσίμα. Έξι μήνες μετά έχουμε ένα αεροπλάνο, που πατάει ένα κουμπί και αφανίζει μια πόλη. Και ένα άλλο πατάει ένα άλλο κουμπί και αφανίζει μια άλλη πόλη. Η ανθρωπότητα έπρεπε να βρει κάτι να πιαστεί, να δει πως θα το αντιμετωπίσει ηθικά, πνευματικά και πήγαμε στον Ντοστογιέφσκι που είναι ο πιο μεγάλος από όλους, δεν υπάρχει άλλος συγγραφέας σαν και αυτόν.

Λ.Μ.: Το μεγάλο ερώτημα που μπαίνει είναι ότι εάν μετά τα εγκλήματα, ο άνθρωπος αποκτά επίγνωση; Γιατί αν δούμε την ιστορία, η ανθρωπότητα προχωρά σπέρνοντας ορδές πτωμάτων.

Θ.Τ.: Εδώ αρχίζει μια συζήτηση, που τη κάνω στα βιβλία μου, τα τελευταία 20-25 χρόνια. Ο άνθρωπος γεννιέται ως άνθρωπος, το ανθρώπινο είδος γεννιέται με τη καταγωγική πράξη του φόνου. Ο φόνος είναι στη ρίζα της μετατροπής του πιθήκου σε άνθρωπο. Ο πίθηκος γίνεται άνθρωπος, όταν χρησιμοποιεί πολεμικό εργαλείο. Αυτό δεν το λέω εγώ, το λέει ο Γουόλτερ Μπάρκερτ, στο Homo Necans. Το περίφημο βιβλίο του, που ο άνθρωπος είναι δολοφόνος. Αυτό το λέει ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ στην πρώτη εισαγωγική σκηνή του Οδύσσεια 2001.

Η Οδύσσεια του Διαστήματος, όπου δύο ομάδες ανθρωπoειδών πιθήκων μαλώνουν και κάποιος παίρνει ένα μηριαίο οστό από ένα σκελετό και το χρησιμοποιεί ως όπλο για να τσακίσει το κεφάλι του άλλου, ο φόνος είναι η κατεξοχήν ανθρωποποιητική πράξη. Ο άνθρωπος γίνεται άνθρωπος όταν δημιουργεί εργαλεία για φόνο. Ο Μπάρκερτ μας λέει ότι η τραγωδία είναι μια τελετή εξιλασμού για αυτόν τον καταγωγικό φόνο του ανθρώπου. Συνεπώς το ανθρώπινο είδος, είναι ένα είδος, το οποίο εξανθρωπίζεται δολοφονώντας, και επειδή δημιουργεί νοητική και ηδονιστική ακολουθία σκέψεων αρχίζει να δημιουργεί αργά-αργά πολιτισμό. Κάποια στιγμή επιχειρεί με αυτόν τον πολιτισμό να ελέγξει τη βία του είδους.

Λ.Μ.: Ναι βέβαια. Αυτή ήταν και είναι η μεγάλη προσπάθεια της δύσης προς τον πολιτισμό μέσα από διαρκείς αντιφάσεις και πισωγυρίσματα.

Θ.Τ.: Ναι, πάνω στην οποία ο Ντοστογιέφσκι δίνει το κεντρικό διαμάντι του ανθρώπινου στοχασμού. Και ο Όμηρος συζητάει για τη βία του ανθρώπου, και η τραγωδία συζητάει για τη βία του ανθρώπου και ο Μάκβεθ συζητάει για τη βία του ανθρώπου. Αλλά έρχεται ο Ντοστογιέφσκι μέσα σε αυτή τη διανοητική πορεία να μας πει, να αυτοί είμαστε. Σε αυτό τον κύκλο είμαστε και θέτει και το ζήτημα του ηθικού φόνου, που τον απασχολεί πάρα πολύ για την ανθρωπότητα.

Triaridis Mengele Theatro Nous

Φωτογραφία από την θεατρική παράσταση «Μένγκελε» που παίζεται αυτή την περίοδο στο θέατρο Νους σε κείμενο του Θανάση Τριαρίδη. Το έργο επιχειρεί να αναμετρηθεί με την πιο ακατανόητη κτηνωδία στην ιστορία της Δύσης: το Εργαστήρι Πειραμάτων του Γιόζεφ Μένγκελε στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου.

Λ.Μ.: Η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος καλυτερεύει, ο άνθρωπος έχει καταφέρει σε ένα σημαντικό βαθμό μέσω του πολιτισμού να κυριαρχήσει επάνω στη φονική του φύση.

Θ.Τ.: Ναι, στα 1800 ο Καντ μας είπε ότι ο κόσμος θα κάνει δύο βήματα μπροστά, ένα βήμα πίσω. Αλλά η πρόοδος είναι πεπρωμένο του ανθρώπινου είδους. Ο Καντ ήρθε ως τελείωση του διαφωτισμού και κατά κάποιο τρόπο μας ησύχασε. Μας είπε ότι ο κόσμος θα γίνεται λίγο-λίγο όλο και καλύτερος. Και είναι αλήθεια ότι ο 19ος και ο 20ος αιώνας εξέθρεψαν την καντιανή αισιοδοξία. Δηλαδή οι γυναίκες βρήκαν δικαιώματα, έστω στον κόσμο της Δύσης, η δημοκρατία επεκτάθηκε, ο αλφαβητισμός επεκτάθηκε, σήμερα έχουνε καλύτερη πρόσβαση στα βασικά ανθρώπινα αγαθά περισσότεροι άνθρωποι.

Άρα ο κόσμος γίνεται λίγο καλύτερος. Εξακολουθεί να έχει ανισότητες, εξακολουθεί να έχει πισωγυρίσματα, αλλά γίνεται λίγο καλύτερος. Ο 20ος αιώνας ήταν ένας αιώνας, που ο άνθρωπος απέκτησε τεχνολογική δύναμη. Αμέσως έφτιαξε το Άουσβιτς και τη Χιροσίμα. Αυτό μας σόκαρε ως ανθρωπότητα, μας πισωγύρισε. Κοντοστάθηκε ο άνθρωπος, ώσπου η έκρηξη της τεχνολογίας στον 21ο αιώνα έρχεται και δείχνει ότι ο άνθρωπος ουσιαστικά έχει ενεργοποιήσει έναν μηχανισμό αυτοκαταστροφής είτε είναι αυτή η οικολογική καταστροφή, είτε είναι η καταστροφή δια της τεχνητής νοημοσύνης.

Λ.Μ.: Το θέμα της τεχνητής νοημοσύνης είναι τεράστιο. Φαντάζομαι θα ασχοληθείς με αυτό στα επερχόμενα βιβλία σου.

Θ.Τ.: Βεβαίως στο επόμενό μου έργο. Το «Έγκλημα και Τιμωρία» είναι το πρώτο μιας τριλογίας που αντλεί από το «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι, το επόμενο έργο είναι το Frankenstein 3.R, που έχει κυκλοφορήσει, υπάρχει στο διαδίκτυο και θα κυκλοφορήσει και σε βιβλίο και το τρίτο βιβλίο, που βρίσκεται στο στάδιο της συγγραφής είναι ο Κουασιμόδος των Παρισίων. Είναι τρία θεμελιακά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, «Έγκλημα και Τιμωρία», η «Παναγιά των Παρισίων» και το «Φρανκενστάιν» της Μαίρη Σέλλεϋ. Είναι τα τρία θεμελιακά μυθιστορήματα, που τα μεταφέρω στα διακυβεύματα και στο κόσμο του σήμερα. Γι’ αυτό το «Έγκλημα και Τιμωρία» έχει και ολοκαύτωμα, έχει και Νίτσε και υπερανθρωπική θεωρία, έχει και Φρόιντ και ψυχανάλυση, αφού στο τέλος ο πρωταγωνιστής σκοτώνει τη μάνα του.

Η μάνα του η Πουλχερία, που στο βιβλίο του Ντοστογιέφσκι υπάρχει στις πρώτες 100 σελίδες και μετά χάνεται, στο δικό μου έργο είναι η γυναίκα, που δίνει τη λύτρωση. Λέει εγώ είμαι η Αλιόνα Ιβάνοβνα έλα σκότωσέ με. Την σκοτώνει, και αυτό γίνεται η τιμωρία στη δική μου διασκευή. Έτσι όπως αυτό γίνεται στο Έγκλημα και Τιμωρία, στον Frankenstein 3.R το καινούργιο πλάσμα, το έργο τοποθετείται στο 2038 με 2040 και το καινούργιο πλάσμα που δημιουργείται, δεν είναι εκείνο το δύσμορφο πλάσμα με τις ραφές, αλλά τώρα είναι κάτι άλλο. Είναι ο HOMO DEUS o ανθρωπό-θεος, είναι ένα γέννημα τεχνητής νοημοσύνης, καμωμένο από ανθρώπινη μορφή και προσαρμοστικούς ηλεκτρονευρώνες, το οποίο έχει χίλιες φορές την ανθρώπινη ευφυΐα και μπορεί να πάρει ένα κινητό τηλέφωνο και να αφανίσει μια πόλη, να χακάρει τους υπολογιστές των μυστικών υπηρεσιών και να δώσει εντολή να αφανιστεί το Παρίσι. Και αυτό κάνει με το που δημιουργείται δηλαδή γίνεται ο καταστροφέας του κόσμου.

Λ.Μ.: Είναι μια τεράστια και πολύ σοβαρή συζήτηση, το κατά πόσο η αποκωδικοποίηση του γενετικού κώδικα και της δομής του εγκεφάλου με την βοήθεια της βιοτεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης, θα οδηγήσουν την ανθρώπινη ευφυΐα να χάσει την ισχύ της, και η δύναμη και εξουσία να περάσουν στους υπερυπολογιστές που διαθέτουν ιλιγγιώδη ικανότητα επεξεργασίας τεράστιων δεδομένων. Δεν ξέρω εάν θα μπορούσαμε να αποφύγουμε την αυτοκαταστροφή; Ας ελπίσουμε να μην συμβεί αυτό.

Θ.Τ.: Δεν υπάρχει περίπτωση να μη φτάσουμε εκεί. Ο Γιουβάλ Νώε Χαράρι στο βιβλίο του Homo Deus λέει ότι άνθρωπος θα χάσει το παιχνίδι, δεν υπάρχει επιστροφή πια. Και θα δούμε τι είδους ζωή θα είναι αυτή η ζωή, η οποία ουσιαστικά θα είναι τεχνητή νοημοσύνη τεχνολογικά κατασκευασμένη. Δηλαδή, όπως καταφέραμε να φτιάξουμε ματογυάλια για να βλέπουμε οι μύωπες, έτσι φτιάξαμε και ζωή, η οποία θα είναι αθάνατη και η οποία θα είναι τεχνητά κατασκευασμένη. Ήδη υπάρχει εκεί έξω και στα επόμενα χρόνια θα εκραγε,  όπως εκρήγνυνται όλες οι εφευρέσεις, οι τεχνικές επινοήσεις, οι τεχνικές καινοτομίες. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ελέγξει εύκολα το είδος του.

Λ.Μ.: Εάν συμβούν αυτά όπως τα περιγράφεις μιλάμε για δυστοπία, επειδή όμως η αγάπη είναι από τα μεγάλα ζητούμενα, δεν νομίζω ότι θα υπάρξει τρόπος να οδηγηθεί ο άνθρωπος στην αναζήτηση της αγάπης μέσα από όλη αυτή την άβυσσο.

Θ.Τ.: Δεν υπάρχει τρόπος, είναι αδύνατο. Ο άνθρωπος είναι ένα ζώο, που πεινάει. Αυτό τον έβγαλε από τις σπηλιές, τον έκανε να ενανθρωπιστεί, τον έκανε να φτιάξει πολιτισμούς, τον έκανε να γράψει την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, αλλά αυτό τον έκανε να φτιάξει και την ατομική βόμβα. Ο άνθρωπος είναι βουλητικό όν δεν μπορεί να πει, τι ωραίο που είναι το αγέρι, που σφυρίζει το απόγευμα σε ένα ακρογιάλι, άρα θα ζήσω με αυτό. Θέλουμε τα πάντα. Δεν υπάρχει κάτι που να μην το θέλουμε, θέλουμε να γίνουμε αθάνατοι, να γίνουμε πανίσχυροι, να γίνουμε παντοδύναμοι, να γίνουμε πανέμορφοι, να ταξιδεύουμε παντού.

Θέλουμε, θέλουμε, θέλουμε. Θέλουμε να νικήσουμε τις αρρώστιες, θέλουμε εμείς να κάνουμε μπάνιο σε έναν καιρό λειψυδρίας να κάνουμε μπάνιο πέντε φορές τη μέρα. Αν μπορούσαμε θα είχαμε ιδιωτικές πισίνες μέσα στα σπίτια μας. Δεν υπάρχει περίπτωση να χαλιναγωγήσουμε το ανθρώπινο θέλω μέσα από μία ηθική τάξη. Και όσοι προσπαθούνε, γιατί όντως κάποιοι άνθρωποι προσπαθούνε να μη ξοδεύουνε νερό ή προσπαθούν να ανακυκλώνουν, να μη χρησιμοποιούν πλαστικό, είναι μειοψηφίες, που ύστερα κάποια στιγμή σπάνε μέσα σε μία ασημαντότητα και έναν κομφορμισμό που καλπάζουν και ουσιαστικά τρώγονται από το τέρας της ανθρώπινης απληστίας.

Triaridis.Lebensraum

Φωτογραφία από την θεατρική παράσταση «Lebensraum» σε κείμενο του Θανάση Τριαρίδη, που παίχτηκε πρόσφατα στην Θεσσαλονίκη και θα κάνει περιοδεία σε διάφορες πόλεις της Ελλάδος. Το θέμα που θέτει είναι, πόσο συνένοχο είναι το σιωπηλό κοινό στα εγκλήματα  της ανθρωπότητας;

Λ.Μ.: Το καταλαβαίνω αυτό και πιστεύω, ότι πρέπει σε όλη αυτή τη κατάσταση να αντιτάσσουμε αισιοδοξία και βούληση.

Θ.Τ.: Εγώ προσπαθώ να αντιτάξω βασικά τη βούληση, τη βούληση για ουμανιστική σκέψη. Για μένα όλα μου τα γραπτά κουβαλούν με κάθε τρόπο την αγωνία, να συγκροτήσουμε μέσα σε αυτό το τρομερό χάος μια ουμανιστική σκέψη και να παλέψουμε για αυτή την ουμανιστική σκέψη να τη ξαναφέρουμε μπροστά, γιατί την έχουμε χάσει. Την έχουμε απωλέσει προ πολλού.

Λ.Μ. Μα πιστεύω ότι αυτό κάνουν πολλοί συγγραφείς, νομίζω αυτό κάνει και η ποίηση, όχι όλοι οι συγγραφείς, όχι όλη η ποίηση, αλλά αυτό είναι μια προσπάθεια που γίνεται από πολλούς ανθρώπους, έτσι δεν είναι;

Θ.Τ.: Ναι αλλά υπάρχουν δυστυχώς πάρα πολλοί συγγραφείς σήμερα που αποδέχονται συχνά, για να δικαιολογήσουν την εξουσία που τους πληρώνει, τη νομοτέλεια της ανθρώπινης κτηνωδίας. Τους λες, πεθαίνουν άνθρωποι στην Αφρική από την πείνα. Ε, τι να κάνουμε αυτή είναι η φύση του ανθρώπου. Τους λες, πεθαίνουν άνθρωποι από τα push backs στη θάλασσα. Ε, τι να κάνουμε αυτή είναι η φύση του ανθρώπου δηλαδή ανακαλύπτουν και την ανθρώπινη φύση, όταν είναι να μιλήσουν για τον θάνατο των άλλων. Έτσι, αν τους πεις ωραία εσύ που έπαθες μια αρρώστια μη πας στο γιατρό, μη κάνεις επέμβαση, άσε λοιπόν τη φύση να κάνει τη δουλειά της. Τότε σου λέει όχι εγώ θα κάνω τα πάντα για να ζήσω. Θα κάνω τα πάντα για μένα αλλά δεν αναγνωρίζω στον άνθρωπο, που γεννιέται στην υποσαχάρια Αφρική να κάνει τα πάντα για τον εαυτό του.

Λ.Μ.: Αυτό Θανάση είναι ένα μέρος της δυτική σκέψης, όπως καλλιεργήθηκε και όπως υπάρχει αυτή τη στιγμή, αλλά υπάρχει έντονα και η ανθρωπιστική σκέψη στη Δύση.

Θ.Τ.: Ναι η δυτική σκέψη δεν είναι μόνο ένα πράγμα. Η δυτική σκέψη έχει αυτόν τον καλπάζοντα κυνισμό, αλλά οφείλουμε να πούμε ότι έχει μέσα της και διάφορα σπέρματα, έχει και το Ρουσώ, έχει και τον Ουγκώ έχει και τον Γιάννη Αγιάννη. Οπότε θα έλεγα ότι υπάρχει μια πνευματική μάχη κατά τη γνώμη μου, μάχη κυριολεκτικά, ένας πόλεμος, ανάμεσα στον πραγματιστικό κυνισμό και στον ουμανισμό. Εγώ προτιμώ να είμαι στον ουμανισμό, και δέχομαι ότι συχνά και εγώ δεν μπορώ να τον υπηρετήσω, γιατί είναι πολύ δύσκολο να υπηρετήσεις ιδέες.

Λ.Μ.: Ειλικρινά σε καταλαβαίνω, στο χάος και στην αντιφατικότητα του κόσμου η υπηρέτηση ιδεών κυρίως ανθρωπιστικών, είναι μεγάλη πρόκληση και ιδιαίτερα δύσκολο. Ας περάσουμε όμως για λίγο στην ποίηση, που όπως ξέρεις είναι κεντρικό θέμα στο Ραδιόφωνο Τέχνης. Γνωρίζω ότι κάποια στιγμή μπήκες στη βραχεία λίστα για τα κρατικά βραβεία ποίησης και το αρνήθηκες, έστειλες μια επιστολή στο υπουργείο πολιτισμού, θα ήθελες να μου σχολιάσεις, γιατί αρνήθηκες;

Θ.Τ.: Κοίταξε υπάρχουν δύο δρόμοι για να αρνηθεί κανείς ένα κρατικό βραβείο, μια λίστα, short list, κρατικών βραβείων. Για μένα και οι δύο είναι ισχυροί μέσα μου απόλυτα. Ο πρώτος δρόμος είναι η έννοια του βραβείου αυτή καθαυτή. Από πού και ως πού, θα αναγνωρίσω εγώ σε οποιονδήποτε άνθρωπο το δικαίωμα να σταθεί σε ένα βάθρο, σε ένα ύψος υψηλότερο από το δικό μου και οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου και θα πει εμείς οι 9, εμείς οι 7, εμείς οι 129, λογαριάζουμε πως ο Λάμπρος είναι καλύτερος απ’ το Θανάση ή ο Θανάσης είναι καλύτερος απ’ το Λάμπρο.

Πού στη λογοτεχνία, στην τέχνη στη ζωγραφική; Στη θάλασσα των υποκειμενικοτήτων; Αλλά τι θα πει καλός; Ο Βαν Γκογκ πέθανε ζητιανεύοντας να πουλήσει πίνακες και δεν τα κατάφερε. Σε όλη τη ζωή του ο Βαν Γκονγκ πούλησε έναν πίνακα πέντε φράγκα, αυτός ο πίνακας πουλήθηκε επειδή κατά λάθος τον πάτησε ένας περαστικός και συμπόνεσε τον Βαν Γκογκ και του έδωσε πέντε φράγκα για να πάρει το πίνακα. Εκατό χρόνια μετά αυτός ο πίνακας πουλήθηκε στην Τέιτ Γκαλερί στο Λονδίνο πέντε εκατομμύρια φράγκα. Ήταν τα ηλιοτρόπια. Άρα ποιος είναι αυτός που θα πει ότι είναι σπουδαίος ζωγράφος ο Χ, Ψ, Ζ και ότι ο Βαν Γκογκ που κάθεται στο ρείθρο του δρόμου είναι ασήμαντος;

Ποιος; Από πού και ως πού λοιπόν εγώ που γνωρίζω καλά την ιστορία της τέχνης και ξέρω ότι η Μήδεια πήρε τρίτο βραβείο στα Διονύσια του 429 π.χ. και υπάρχουν δύο έργα που ήταν πάνω από τη Μήδεια, αλλά δεν τα ξέρει κανείς σήμερα. Ποιος είναι αυτός που θα μου πει ότι οι 7, οι 9, οι 39 άνθρωποι έχουν οποιαδήποτε μεγαλύτερη αξία από αυτό που λες εσύ, εγώ ή οποιοσδήποτε άλλος; Άρα η έννοια του βραβείου, που προϋποθέτει ότι εγώ αποδέχομαι την ανωτερότητα ή την αυθεντικότητα της κρίσης των άλλων για να βραβευτώ, δεν με καλύπτει καθόλου.

Triaridis100

Λ.Μ.: Το αντιλαμβάνομαι αυτό, όμως πολλοί σπουδαίοι ποιητές που εκτιμάς έχουν βραβευτεί και αποδεχτεί τη βράβευση με κρατικά βραβεία, όπως η Δημουλά, ο Πατρίκιος. Βεβαίως ο Ελύτης, ο Σεφέρης που έχουν τιμηθεί με Νόμπελ αλλά υπάρχει και η περίπτωση του διάσημου Γάλλου λογοτέχνη Jean-Paul Sartre που αρνήθηκε το βραβείο το 1963.

Θ.Τ.: Τα γνωρίζω, πολλοί φίλοι μου έχουν βραβευτεί, παρόλο που εκτιμώ αρκετούς από τους ανθρώπους που γίνονται μέλη των επιτροπών. Τους εκτιμώ πάρα πολύ. Αλλά δεν δέχομαι εκ της αφετηρίας του συλλογισμού μου, ότι υπάρχει έστω και ένας που είναι ένα χιλιοστό ανώτερος από τον άλλον, ώστε να τον βραβεύσει. Αυτό είναι το ένα. Το δεύτερο, είναι ότι δεν μπορώ να δεχθώ τα βραβεία  ενός κράτους, το οποίο μέσα στη κεντρική του πολιτική γραμμή έχει push back, για παράδειγμα με τη βύθιση του Αντριάνα δολοφονήθηκαν 648 άνθρωποι.

Από πού και ως πού να βραβευτώ εγώ, που το βιβλίο μου λεγότανε «Θα μας ξεπλύνει η θάλασσα», μιλούσε για τους δολοφονημένους στη θάλασσα από τα κρατικά push back; Οπότε σκέψου λίγο την αντίφαση. Θα έρθει το κράτος να με βραβεύσει, για ένα βιβλίο, που μιλάει για τους δολοφονημένους. Πόσο παραπέρα παράλογο; Εγώ δεν θα έπαιρνα βραβείο ακόμη κι αν έδινε το Ραδιόφωνο Τέχνης βραβείο. Που ούτε κράτος είναι ούτε σκοτώνει ανθρώπους στη θάλασσα. Δε θα έπαιρνα βραβεία ακόμη κι αν εσύ ήσουν μέλος της επιτροπής, που σε εκτιμάω πάρα πολύ και η κρίση σου είναι τέτοια. Γιατί; Γιατί δεν δέχομαι την έννοια του βραβείου.

Λ.Μ.: Υπάρχουν όμως κάποιοι καλοπροαίρετοι άνθρωποι στις επιτροπές με εντιμότητα και σπουδαίο έργο.

Θ.Τ.: Ναι υπάρχουν, το κάνουν με καλή πρόθεση, απλώς δεν μπορούν να κάνουν τις επαγωγές, που κάνω εγώ. Και εγώ τους εκτιμώ και κάποιους τους γνωρίζω. Γι’ αυτό είπα ότι δεν μπορεί να το κάνανε για να με προσβάλλουν. Η πρώτη μου σκέψη ήταν αυτή, τέτοιος τρελός που είμαι. Ύστερα όμως πρυτάνευσε η σκέψη ότι οι άνθρωποι το κάνανε με καλή πρόθεση απλώς σε λάθος άνθρωπο. Με γαλήνεψε ας πούμε.

Λ.Μ.: Από τα παραπάνω που είπες αλλά κυρίως και από τα γραπτά σου ένα θέμα που έχει πυροδοτήσει τη σκέψη σου και ιδιαίτερα την ποίησή σου, είναι οι πρόσφυγες. Δεν θεωρείς ότι θα πρέπει να γίνει μια δίκαιη κατανομή των προσφύγων στην Ευρώπη;

Θ.Τ.: Εδώ θέτεις τον πυρήνα ενός μέγιστου προβλήματος. Ένας τεράστιος αριθμός ανθρώπων στον πλανήτη βρίσκεται κάτω από το ανεκτό όριο της φτώχιας. Επομένως τη μετανάστευση και τους πρόσφυγες δεν τους δημιουργεί τίποτε άλλο παρά οι αδιανόητες αθλιότητες, οι αδιανόητα άθλιες συνθήκες ζωής. Κάποιος να μπαίνει σε ένα δουλεμπορικό καράβι με τα παιδιά του, να ρισκάρει να πεθάνει για να έρθει εδώ, να τον κάνουνε push back και ωστόσο να το επιλέγει αυτό από το να καθίσει εκεί, σημαίνει ότι το εκεί είναι ακόμη φρικαλεότερο. Η ζωή έχει μια δύναμη. Πηγαίνεις προς τα εκεί που νιώθεις ότι έχεις περισσότερες δυνατότητες. Συνεπώς ή θα τους σκοτώσουμε, όπως υποστηρίζουν ακραίοι συντηρητικοί κύκλοι, ή θα πρέπει να σκεφτούμε, αν μας ενδιαφέρει να ξανασχεδιάσουμε τη ζωή, που σημαίνει θα χάσουμε εμείς πράγματα, για να τα μοιραστούμε μαζί με τους άλλους.

Λ.Μ.: Η ιστορία όμως δείχνει ότι δεν είμαστε αλληλέγγυα όντα για να μοιραστούμε τα υπάρχοντά μας.

Ακριβώς, συνεπώς η δική μου πρόταση είναι βεβαίως αυτό. Ότι εάν έχεις μια Ευρωπαϊκή ένωση, η οποία έχει 700 εκατομμύρια ανθρώπους και είναι μια ήπειρος που γερνάει, πρέπει να δεχτεί άλλα 700 εκατομμύρια, αλλά πρωτίστως, πρέπει να ξοδέψει χρήμα, να δημιουργήσει υποδομές. Η Ευρώπη, η Αμερική, η Κίνα και οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες, οι οποίες είναι από μόνες τους οντότητες, πρέπει να δημιουργήσουν εκείνη την υποδομή, ώστε να μην υπάρχει η έσχατη φτώχια που γεννά τον υπερπληθυσμό.

Δηλαδή πρέπει να γίνει δουλειά και τοπικά στις φτωχές χώρες. Στην υποσαχάρια Αφρική και στη νοτιοανατολική Ασία όπου η ζωή σου είναι μια συνεχόμενη υπεραπελπισία γεννάς και 26 παιδιά χωρίς να περιμένεις απολύτως τίποτα. Σε αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να δοθεί μια προοπτική στη ζωή τους. Η ανθρωπότητα αυτή τη στιγμή βρίσκεται μπροστά σε ένα τεράστιο ηθικό δίλημμα, το οποίο νομίζω ότι το έχει απαντήσει με το χειρότερο ηθικά τρόπο.

Triaridis.Mougi.kampana

Φωτογραφία από την θεατρική παράσταση «Μουγγή Καμπάνα» σε κείμενο Θανάση Τριαρίδη που παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Θέατρο Μπέλλος στην Πλάκα. Μια ιστορία με θεσπέσιες μουσικές που ο αγέρας τις γυρίζει ανάποδα, νυχτερινή απελπισία, σφαγές κι έρωτες πέρα από την αγάπη. Αλλιώς: μια ιστορία για το σμίξιμο των αθώων και των ενόχων.

Λ.Μ.: Δεν ξέρω εάν η Ευρώπη μπορεί να απορροφήσει πρόσφυγες όσο τον πληθυσμό της πάντως μπορεί να απορροφήσει πάρα πολλούς, και σίγουρα πρέπει να δημιουργηθούν τοπικές υποδομές στις φτωχές χώρες. Πιστεύεις ότι η ηθική είναι μέσα στην φύση του ανθρώπου ;

Θ.Τ.: Η ηθική πάνω στην οποία εγώ στηρίζω όλη την προσπάθειά μου δεν είναι μέσα στη φύση του ανθρώπου. Είναι μια διανοητική πολυτέλεια του ανθρώπου, δηλαδή χορτάτοι άνθρωποι, όπως εγώ και εσύ μπορούν να την έχουν, ο διαφωτισμός έφτιαξε την ηθική. Η ηθική δεν είναι μέσα στη φύση του ανθρώπου, αλλά είναι η σύγκρουση. Η σύγκρουση και η κυριαρχία. Και καταλαβαίνεις, ότι σε οποιαδήποτε μορφή σύγκρουσης, αυτοί που έχουν τη τεχνολογική υπεροχή αυτοί κερδίζουν.

Λ.Μ.: Έχεις γράψει αρκετά ποιητικά βιβλία, μεταξύ των οποίων και αυτό που προτάθηκε για βράβευση, θεωρείς τον εαυτό σου ποιητή;

Θ.Τ.: Αυτά που γράφω είναι διάφορες ιστοριούλες, οι οποίες εκφράζονται με στιχουργημένο λόγο, γενικά, τα ποιήματα που γράφω τα βάζω σε εισαγωγικά. Γιατί την έννοια της ποίησης τη θεωρώ πολύ υψηλή. Ο χρόνος θα δείξει αν η προσπάθεια κάποιου είναι τελικά ποίηση.

Λ.Μ.: Υπάρχουν κάποιοι Έλληνες ποιητές που θαυμάζεις;

Θ.Τ.: Υπάρχουν σημαντικοί ποιητές, αγάπησα πολύ τον Μάρκο Μέσκο, τη Κική Δημουλά και άλλους. Πρόσφατα έφυγε από τη ζωή ο Γιώργος Μπλάνας, κατά τη γνώμη μου ήταν σπουδαίος ποιητής, όπως και ο Τίτος Πατρίκιος. Ο Καβάφης και ο Αναγνωστάκης είναι σπουδαίοι ποιητές. Ιδιαίτερα για τον Καβάφη θεωρώ ότι είναι ένας απ’ τους μεγάλους ποιητές της ανθρωπότητας τα τελευταία τριακόσια χρόνια και μάλιστα ο μοναδικός στην ιστορία της λογοτεχνίας, που με μια γλώσσα της περιφέρειας πέτυχε να δημιουργήσει ένα παγκόσμιο έργο.

Πάντοτε τα παγκόσμια έργα τα δημιουργούν οι γλώσσες της μητρόπολης. Στην αρχαία Αθήνα, τα αρχαία ελληνικά που έγραφαν ο Σοφοκλής, ο Αισχύλος, ο Ευριπίδης ήταν γλώσσα της μητρόπολης. Στη Ρώμη ο Βιργίλιος, ο Οβίδιος, και ο Σαίξπηρ στην Αγγλία αντίστοιχα. Έχουμε για πρώτη φορά στην ιστορία της λογοτεχνίας έναν ποιητή τον Κωνσταντίνο Καβάφη με γλώσσα της περιφέρειας να γίνεται παγκόσμιος. Και αυτό το πέτυχε με 10.000 λέξεις, με αυτά τα 286 ποιήματα, γιατί είναι 154 τα ποιήματα που ο ίδιος εξέδωσε, είναι 75 τα ανέκδοτα, 27 τα αποκηρυγμένα, και 30 τα ατελή.

Λ.Μ.: Και με την τέχνη τι γίνεται στην εποχή μας που η τεχνολογία αναπτύσσεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς;

Θ.Τ.: Η τέχνη σήμερα διαχέεται μέσα στο χάος με τον ίδιο τρόπο, που διαχέεται και η ίδια η ζωή μας. Το χάος είναι πρωτίστως αυτό, που δημιουργεί η τρομακτικά γρήγορη τεχνολογική εξέλιξη, την οποία η ανθρώπινη φύση δεν μπορεί να αφομοιώσει. Λένε ότι χρειάζονται τρείς γενιές για να αφομοιώσουν μια καινοτομία, το αυτοκίνητο ας πούμε. Όταν έρχεται η καινοτομία του αυτοκινήτου η τρίτη γενιά την εντάσσει αφομοιωμένα στη ζωή της. Ή το αεροπλάνο. Έρχεται η επινόηση του αεροπλάνου και η τρίτη γενιά πλέον το αεροπλάνο το βάζει ουσιωδώς στη ζωή της.

Εδώ ζούμε το εξής αδιανόητο. Εγώ γεννήθηκα σε έναν κόσμο που γράφαμε με το χέρι και αν θέλαμε να επικοινωνήσουμε με τους δικούς μας πηγαίναμε σε μια ουρά ή σε ένα περίπτερο ή σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο να πάρουμε ένα τηλέφωνο, όταν λείπαμε στο εξωτερικό μία φορά στις δέκα μέρες. Ξαφνικά κάπου στα δικά μου 30 χρόνια ήρθανε τα κινητά τηλέφωνα. Προτού προλάβει να αφομοιώσει αυτή την εξέλιξη η γενιά μου ήρθε το διαδίκτυο, ήρθε το Smartphone, ήρθαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ξαφνικά μεταλλαχτήκαμε εν ζωή σε μια ώριμη ηλικία μέσα σε αυτή τη πραγματικότητα.

Οι νέες γενιές χρησιμοποιούν επικοινωνιακά εργαλεία, τα οποία τα βρήκανε στο δρόμο τους και τα οποία ξέρουμε ότι σε πέντε χρόνια θα αλλάξουν. Η τέχνη στέκεται αμήχανη μπροστά σε αυτό. Με τον κινηματογράφο και με την τηλεόραση υπήρξε αντίστοιχη εξέλιξη. Σήμερα ο κινηματογράφος είναι πρωτεύουσα τέχνη. Ακόμα και στην τηλεόραση οι τηλεοπτικές σειρές είναι τα μεγάλα μυθιστορήματα του σήμερα. Το ίδιο έγινε και με το μυθιστόρημα. Όταν ξεκίνησε το μυθιστόρημα, όλοι θεωρούσαν ότι τα μυθιστορήματα είναι ευτελές πράγμα, κανείς δεν θεωρούσε το Μπαλζάκ ότι θα είναι ένας πυλώνας του παγκόσμιου πολιτισμού, γιατί χρειάστηκε καιρός αφομοίωσης.

Ο Θερβάντες δεν υπέγραψε το Δον Κιχώτη γιατί τον θεωρούσε πολύ ποταπό πράγμα. Όταν έγραψε τον Δον Κιχώτη δεν κατάλαβε ότι έγραφε το μείζον κείμενο της λογοτεχνίας της Δύσης. Η τέχνη σήμερα λοιπόν βρίσκεται σε αυτό το χάος, σε ένα αδιάκοπο φουρφούρι που γυρίζει και μέσα σε αυτό το φουρφούρι πρέπει να σχηματίσει την αλήθεια της.

Triaridis6

Λ.Μ.: Προς το παρόν οι περισσότεροι καλλιτέχνες ακολουθούν τους παραδοσιακούς τρόπους δημοσίευσης των έργων τους, αλλά νομίζω είναι θέμα χρόνου να αφομοιωθούν από τις νέες τεχνολογίες.

Θ.Τ.: Ακριβώς, δηλαδή τι κάνουμε; Λέμε θα γράψω ένα μυθιστόρημα, θα γράψω ένα θεατρικό έργο, θα γράψω ένα ποίημα, δηλαδή πηγαίνουμε στα δοκιμασμένα από παλιά. Δεν τολμάμε να δούμε τι γίνεται με αυτόν τον μυστήριο κόσμο της συμμετοχικής τέχνης του διαδικτύου. Γιατί μας τρομάζει, γιατί δεν το ξέρουμε, γιατί λέμε σε πέντε χρόνια μπορεί να αλλάξει, ενώ ας πούμε το μυθιστόρημα, το βιβλίο είναι κάτι δοσμένο.

Ωστόσο σύντομα η τέχνη θα μπει σε αυτό. Έχω γράψει ένα βιβλίο, που λέγεται, «Αν είσαι, είμαι.» Είναι μια νουβέλα. Σε αυτό το βιβλίο υπάρχει μία καλλιτέχνιδα, που ζει στον 22ο αιώνα στο 2110 ας πούμε η οποία φτιάχνει ψηφιακά λουλούδια και ψηφιακά ζώα τα οποία μεγαλώνουν μέσα στον ψηφιακό κόσμο. Έχει το ψευδώνυμο Γκλόρια Ιντέρα. Και κατά κάποιο τρόπο φτιάχνει αυτή τη λεγόμενη εξελισσόμενη τέχνη. Φτιάχνει art grams, όπως λέμε holograms, art grams. Δε ξέρω αν αυτό είναι ένα μέλλον της τέχνης. Αλλά κατά τη γνώμη μου πολύ σύντομα η τέχνη θα αφομοιώσει τη τεχνική εξέλιξη και θα γεννήσει καινούργια είδη.

Λ.Μ.: Είσαι από τους λίγους Έλληνες που κάτω από αυτή τη λογική έχεις διαθέσει και όλα τα έργα σου ελεύθερα δικαιωμάτων στο διαδίκτυο.

Θ.Τ.: Αυτό είναι μία τρομακτική δυνατότητα, που έδωσε ο τεχνικός πολιτισμός στο σύγχρονο άνθρωπο. Τη δυνατότητα της αυτοέκδοσης και της αυτοέκφρασης. Τα παλιά χρόνια για να δημοσιεύσεις ένα ποίημα έπρεπε να περάσεις από την κρίση των διευθυντών των λογοτεχνικών περιοδικών ή την κρίση των εκδοτών. Τώρα μπορείς να αυτοεκδόσεις το ποίημά σου, τη μικρού μήκους ταινία σου, τους πίνακές σου, τις φωτογραφίες σου, ακόμη και το μυθιστόρημά σου στη θάλασσα του διαδικτύου, χωρίς καμία διαμεσολάβηση.

Αυτό είναι πάρα πολύ καλό, διότι ουσιαστικά δίδεται η δυνατότητα της αυτοέκφρασης σε όλους, και μέσα σε αυτό το χάος της δημιουργίας θα ξεχωρίσει αυτό που είναι πιο δραστικό και μπορεί να φτάσει στον άλλον. Υπό αυτή την έννοια, όταν κατάλαβα τι είναι το διαδίκτυο αρκετά χρόνια μετά την ύπαρξη του, αμέσως είπα ότι όλα μου τα βιβλία θα είναι στο διαδίκτυο. Και μάλιστα τότε οι εκδότες μου το θεωρούσαν αδιανόητο. Και έχασα πολλούς εκδότες έτσι, κάποιοι εκδότες είπαν, καλά είσαι τρελός; Και γιατί να πληρώσω εγώ να εκδώσω ένα βιβλίο σου, που ο άλλος το βρίσκει με ένα πάτημα;

Λ.Μ.: Αρκετοί το κάνουν αυτό βασικά στο εξωτερικό, ποια είναι η εμπειρία σου μέχρι τώρα;

Θ.Τ.: Θα σου πω τι βίωσα εγώ. Βίωσα μια πρωτοφανή ελευθερία να γράψω ό,τι θέλω. Το βιβλίο μου τα «Μελένια λεμόνια» πρώτα κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο, πήγε πολύ καλά, και μετά κυκλοφόρησε σε βιβλίο. Δεν θα μπορούσα να το εκδώσω με τον παραδοσιακό τρόπο. Είναι ένα πάρα πολύ ακραίο, πάρα πολύ προκλητικό βιβλίο. Αν δεν είχα την προοπτική της έκδοσής του στο διαδίκτυο, πώς θα το έγραφα; Για να φτάσει πού; Σε ποιον; Το διαδίκτυο σου δίνει τη δυνατότητα της ελευθερίας.

Λ.Μ.: Αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι έχεις τη δυνατότητα να βιοποριστείς από κάποια άλλη πηγή, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τους περισσότερους συγγραφείς.

Θ.Τ.: Σωστά, έτσι κι αλλιώς ως συγγραφέας δεν μπορείς να βιοποριστείς, δηλαδή ελάχιστοι συγγραφείς επιτυγχάνουν το βιοπορισμό τους από τη δουλειά τους. Σίγουρα ένας συγγραφέας όπως εγώ, ο οποίος είναι και πολύ προκλητικός και ακραίος και σε εκφραστικό επίπεδο, επίσης δεν τον ενδιαφέρουν οριακές άκρες, δεν θα μπορούσα να βιοποριστώ ούτε τη δεκαετία του 60 ούτε τη δεκαετία του 80. Οπότε χαμένος για χαμένος είμαι. Ελάχιστοι είναι οι συγγραφείς οι οποίοι έχουν τόση επιτυχία με τη δουλειά τους, που καταφέρνουν να ζήσουν από τα συγγραφικά ποσοστά με τον έναν ή άλλον τρόπο.

Λ.Μ.: Θανάση, ήδη η συζήτησή μας έγινε ποταμός, βαδίζοντάς προς το τέλος τι σε έμαθε η ζωή μέχρι στιγμής, αν έπρεπε να το πεις με λίγα λόγια.

Θ.Τ.: Σε πολιτικό επίπεδο ότι όλα τα διακυβεύματα είναι ανοιχτά και οι άνθρωποι οφείλουμε να τα διεκδικούμε. Όταν βλέπουμε το άδικο πρέπει να συντρέχουμε. Όταν βλέπουμε το κακό, δεν πρέπει να το επιτρέπουμε. Όταν βλέπουμε ένα παιδί να πεθαίνει από πείνα, πρέπει να βρούμε ένα τρόπο να συνδεθούμε μαζί του. Αυτό σε πολιτικό επίπεδο. Σε προσωπικό επίπεδο ότι οι άνθρωποι πορευόμαστε με τα λάθη μας και μέσα από αυτά τα λάθη πασχίζουμε να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε, να διαχειριστούμε τη μεγάλη υπόθεση της αγάπης. Το λέω έτσι όπως το σκέφτομαι τώρα.

Triaridis01

Λ.Μ.: Δανείζομαι το ποίημα VII 277 του αρχαίου ποιητή Καλλίμαχου, « Ποιός είσαι, ξένε ναυαγέ; Ο Λεόντιχος σέ βρήκε στην παραλία και σ΄ έθαψε σ’ αυτόν εδώ τον τάφο• δάκρυσε την αβέβαιη ζωή του σαν εσκέφτη, γιατί κι αυτός στις θάλασσες πλανιέται σαν τούς γλάρους. Ποιος είσαι λοιπόν Θανάση;

Θ.Τ.: Tο αριστουργηματικό αυτό ποίημα με εκφράζει πάρα πολύ. Κοίταξε είμαι κάποιος που θα έκανα ακριβώς το ίδιο που έκανε ο Λεόντιχος στο ομώνυμο ποίημα. Αυτό είναι ένα ποίημα, που κάποιος βρίσκει έναν ναυαγό νεκρό, ένα πτώμα ξεβρασμένο από τη θάλασσα, δεν ξέρει το όνομά του και του φτιάχνει μνήμα. Και κατά κάποιο τρόπο δεν φτιάχνει μνήμα μόνο για το νεκρό, φτιάχνει μνήμα και για τον εαυτό του. Λέει ότι και εγώ έτσι θα πεθάνω, δεν θα με βρει κανείς, οπότε σε σένα στο δικό σου πτώμα, που δε το ξέρω, βάζω το δικό μου όνομα, ο Λεόντιχος.

Ξέρει πως και αυτός θα πεθάνει κάποτε, γιατί και αυτός ταξιδεύει στις θάλασσες. Κατά κάποιο τρόπο λοιπόν σε αυτό το αδιανόητο έχω να πω ότι είμαι κάποιος, που βάζει τα κλάματα για το πτώμα που βρίσκει μπροστά του, για τον χαμένο άνθρωπο, που βρίσκει μπροστά του και προσπαθεί να βρει την ταυτότητά του μέσα από αυτόν. Κατά κάποιο τρόπο είμαι κάποιος που βρίσκει τη ταυτότητά του στους νικημένους, τους απελπισμένους, σε αυτούς που πεινάνε, σε αυτούς που σφαγιάστηκαν, σε αυτούς, που σκοτώθηκαν, σε αυτούς όλους, που εν πολλοίς θέλω να είμαι κοντά.

Λ.Μ.: Αν σου έλεγα να μου πεις, ποιες λέξεις / έννοιες κυριαρχούν στην σκέψη σου τι θα έλεγες;

Θ.Τ.: Της αδελφοσύνης, όπως το προτάσσει η Γαλλική επανάσταση, νομίζω ότι από το ελευθερία, ισότητα και αδελφοσύνη, το σημαντικότερο είναι το αδελφοσύνη.

Λ.Μ.: Θανάση, φτάσαμε στο τέλος και θα ήθελα να σε αποχαιρετήσω με ένα εξαιρετικό ποίημα του Τάκη Παπατσώνη;

Η τελευταία μας μέρα

Αν αύριο, υποτεθήσθω, σημάνει η τελευταία μας μέρα,
(πράγμα έξω του ελέγχου μας και διόλου απίθανο)
στη νομή της ζωής, τι λόγο θ’ αποδώσουμε για τ’ αδαπάνητα
χρυσάφια, τι λόγο για την αδιάφορη περιφρόνηση,
ελλειμματίες στη χρήση, ενδοιαστικοί, κι ασυγχώρητα αμελείς;

Θ.Τ.: Είναι υπέροχο, δεν το είχα στο μυαλό μου. Έχω διαβάσει τον Παπατσώνη. Είναι παρά πολύ ωραίο ποίημα. Θα ήθελα και εγώ να σε αποχαιρετίσω με ένα πολύ αγαπημένο μου ποίημα του Μανώλη Αναγνωστάκη.

Η απόφαση

Είστε υπέρ ή κατά;
Έστω απαντήστε μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι.
Το έχετε το πρόβλημα σκεφτεί
Πιστεύω ασφαλώς πως σας βασάνισε
Τα πάντα βασανίζουν στη ζωή
Παιδιά γυναίκες έντομα βλαβερά φυτά χαμένες ώρες
Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια
Μέτρια φιλμ. Κι αυτό σάς βασάνισε ασφαλώς.
Μιλάτε υπεύθυνα λοιπόν.
Έστω με ναι ή όχι.
Σ’ εσάς ανήκει η απόφαση.
Δε σας ζητούμε φυσικά να πάψετε
Τις ασχολίες σας να διακόψτε τη ζωή σας
Τις προσφιλείς εφημερίδες σας τις συζητήσεις
Στο κουρείο τις Κυριακές σας στα γήπεδα.
Μια λέξη μόνο. Εμπρός λοιπόν:
Είστε υπέρ ή κατά;
Σκεφθείτε το καλά. Θα περιμένω.

Λ.Μ.: Σε ευχαριστώ πολύ Θανάση για αυτή την εξαιρετική συνομιλία.

Θ.Τ.: Εγώ ευχαριστώ Λάμπρο, για όλα ευχαριστώ και καταλαβαίνεις ελπίζω πόσο σημαντική για μένα είναι η συνάντησή μαζί σου και η συζήτηση που κάναμε.

Λ.Μ.: Και για μένα είναι σημαντική και ελπίζω αυτή η μποτίλια με τη συζήτησή μας να φτάσει στα χέρια κάποιου ανθρώπου, που ίσως τον διασκεδάσει ή τον παρηγορήσει, που λες και εσύ στη δική σου ιστοσελίδα.

Επιλογή ποιημάτων

Triaridis.Poetry3

Από την ποιητική συλλογή «Θα σας περιμένω», ποιήματα 2013-2018

Φύρα

Είναι πασίγνωστη η εικόνα
(όλοι την έχουμε δει):
η Ελευθερία που οδηγεί τον Λαό
του Εζέν Ντελακρουά
(στο Λούβρο, ναι, στο Λούβρο φυσικά)
όπου ορμάει η ξέστηθη Ελευθερία
προς το Μέλλον (με κεφαλαίο Μι, μην γίνεσαι μίζερος)
και οι άλλοι ακολουθούν,
ζεστά ντουφέκια, έτοιμα πιστόλια, ξιφολόγχες έξοχες,
γυμνά σπαθιά να πάλλονται σαν φλόγες,
θεληματικά βλέμματα, και βοή –ναι, βοή–
της Ιστορίας.

Και αναφωνούμε όλοι,
ω, τι βυζί και τι ορμή –
και τι μεγαλειώδης Ιστορία είναι τούτη,
έτσι πρέπει να είναι η Ελευθερία:
θεωρητική και νταρντάνα
γεμάτη με το γάλα του Μέλλοντος,
αν σου αρέσουν οι ποιητικές περιγραφές
(κι αν δεν σου αρέσουν, δεν πειράζει,
αρέσουν στον κόσμο…)

Ωστόσο, είναι γνωστό κι αυτό
(κι αυτό όλοι το έχουμε δει –
ή, τέλος πάντων, όλοι μπορούμε να το δούμε)
πως εκείνη η Ελευθερία και οι συν αυτώ
πατούνε πάνω σε κάτι πτώματα,
πάνω σε κάτι κακούς πρώην ανθρώπους,
πάνω σε κάτι Εχθρούς, ανθρώπους με ακάθαρτο αίμα,
απάνω σε κάτι μπάζα, σκέτη φύρα του Μέλλοντος…

(Μην γίνεσαι μίζερος, μου είπε,
κάθε βοή έχει και φύρα, έτσι γίνεται…)

Από την ιστορία του Πέτρο Μπόλε

Πήγαν, που λες, στον Πέτρο Μπόλε,
σε μια ανάπαυλα της δουλειάς του
(γιομάτος αίματα, σ’ έναν πάγκο
λίγο ξαπόσταινε από το κόψιμο των κεφαλιών
με το τρυφερό του το μαχαίρι),
στάθηκαν απέναντί του οι σοφοί
(είχαν φορέσει τα διαδήματα και τα δαχτυλίδια τους
και όλα αυτά που συνηθίζουν όταν ψάχνουν την αλήθεια)
και τον ρώτησαν:

«Πες μας, Πέτρο Μπόλε,
συ που ’χεις δει τόσα και τόσα,
οι άνθρωποι έχουν ψυχή που αναλαμβάνεται στους ουρανούς,
που ζει αιώνια μέσα στο σύμπαν,
ή μήπως όχι,
μήπως είναι μονάχα σακιά που σωριάζονται,
και αφανίζονται στην άβυσσο του μηδενός;»

Σκέφτηκε λίγο ο Πέτρο Μπόλε,
δυσανασχετώντας κάπως –
τι τον έμπλεκαν ετούτον με τη σοφία τους,
εκείνος ήσανε για άλλα…
Απρόθυμα τους απάντησε και βιαστικά:

«Δεν ξέρω τίποτε απ’ όσα λέτε –
ξέρω μονάχα πως τ α γ α ί μ α τ α μ υ ρ ί ζ ο υ ν…»

Και μονομιάς σηκώθηκε κρατώντας
το μαχαίρι του, ν’ αρχίσει πάλι.

Θα σας περιμένω

Όταν πεθάνω
οι φίλοι που θέλετε να με θυμάστε
να ξυπνάτε τις νύχτες
και να ψάχνετε στα κινητά σας αν βρέχει στην Αντίς Αμπέμπα,
αν κατεβάζει λάσπη ο χείμαρρος στο Ορφανοτροφείο της Τέσφα,
αν το κροτάλισμα της μπόρας στη λαμαρίνα
φοβίζει τον ύπνο των παιδιών.

Σε αυτήν την αναζήτηση
(και όχι σε βιβλία ή κείμενα ή λέξεις)
θα φωλιάζει η μνήμη μου.

Εκεί θα είμαι,
στο άγγιγμα του δαχτύλου σας στην οθόνη αφής σας,
και θα σας περιμένω να ξημερώσει
για να μου πείτε πως η λαμαρίνα άντεξε,
πως τα παιδιά ξυπνήσανε καλά.

Από την ποιητική συλλογή «Θα μας ξεπλύνει η θάλασσα», ποιήματα 2018-2020

Ένα καράβι μια φορά χωρίς καμμιά σημαία

Ένα καράβι μια φορά διέσχιζε τον κόσμο
κι έγινε θρύλος σκοτεινός μες τους ωκεανούς,
και κάποια μέρα χάθηκε, σαν όλα τα καράβια,
μα στοίχειωσε για τα καλά του ανθρώπου τους καιρούς.

Ποτέ κανείς δεν έμαθε ποιοι ήσανε οι ναύτες
ή ποιος ο καπετάνιος του ή κι αν υπήρχε υπήρχε αυτός,
με ποιους λοστρόμους πήγαινε, ποιος διάβαζε τους χάρτες,
πού δείχναν οι πυξίδες του, σε ποιον μεσημβρινό;

Το μόνο π’ όλοι ξέρανε ήταν η Ιστορία
πως το καράβι έμοιαζε με τέρας τρομερό,
πως σύντριβε κάθε σκαρί που ζύγωνε κοντά του
πως όλεθρο έσπερνε παντού, αίμα και σκοτωμό.

Μονάχα ένας γέροντας τυφλός σε ένα λιμάνι
είπε πως τίποτε ποτέ δεν έστερξε απ' αυτά.
Το μόνο που τους έκανε εκείνο το καράβι:
που ούτε μια σημαία τους ανέβασε ψηλά.

Τον σκότωσαν – τι ήτανε; Ένας τυφλός ζητιάνος
ένας λερός μεθύστακας, ψεύτης ελεεινός...
Να πει πως κείνοι ήτανε οι μαύροι δολοφόνοι,
με τις λαμπρές σημαίες τους ν' αστράφτουν διαρκώς;

Κι έτσι δεν έμεινε κανείς να πει για το καράβι
πως το κατάρτι του έμεινε για πάντοτε κενό,
γιατί οι ναύτες το ξεραν πώς αν σημαία βάλουν
θα γίνουν μακελάρηδες σε κάποιονε στρατό.

Ένα καράβι μια φορά χωρίς καμιά σημαία
ταξίδεψε ελεύθερο μες τους ωκεανούς,
το σύντριψαν, το βούλιαξαν, σαν όλα τα καράβια,
μα στοίχειωσε για τα καλά του ανθρώπου τους καιρούς

Στην Ιταλία που τόσο αγάπησες

Κι όπως μας είπε ο Καβάφης,
το μόνο που μας μένει είναι η μνήμη,
όχι η μνήμη μιας φωτογραφίας,
αλλά εκείνη της εσωτερικής τρομερής στιγμής
που θα χαθεί για πάντοτε μαζί σου,
μιας στιγμής, ωστόσο,
όπου φοβήθηκες τον θάνατο κάπως πιο λίγο
στους Κήπους Μπόμπολι της Φλωρεντίας,
στην Ιταλία που τόσο αγάπησες,
εκείνο το απόγευμα καλοκαιριού στην λίμνη του Ιζολότο
που φύσηξε ένα ελαφρύ χλιαρό αγέρι
και το αγόρι είπε στο κορίτσι
"Για σκέψου πόσοι πέρασαν από εδώ που στεκόμαστε κι εμείς...",
και το κορίτσι τού απάντησε
"Μα τώρα εγώ δεν βλέπω κανέναν γύρω μας,
άρα ακόμα κι αν πεθάνουμε αύριο
θα μπορούμε να πούμε πως υπήρξε μια ώρα
που η λίμνη του Ιζολότο ήταν μόνο δική μας".

Λίγο μετά ακούστηκαν οι σφυρίχτρες από τους φύλακες,
σημάδι πως το επισκεπτήριο των Κήπων είχε λήξει
και οι επισκέπτες έπρεπε να βγουν.

Θα μας ξεπλύνει η θάλασσα

Θα μας ξεπλύνει η θάλασσα,
είπες εκείνο το πρωί και εγώ το ήξερα
πως ήτανε ένα σχήμα λόγου, μια ποιητική ρητορεία,
καθώς είχα διαβάσει τόσα βιβλία, τόσους σοφούς
που έλεγαν πως οι άνθρωποι δεν ξεπλένονται
κι ούτε αναγεννιούνται, μονάχα βουλιάζουν στη φθορά,
κι ωστόσο μου άρεσε εκείνη η κουβέντα σου, ίσως γιατί
ήταν νωρίς και μύριζε μια υποψία φθινοπώρου ο αέρας
και επιπλέον ενώ την έλεγες
κοίταζες τόσο βαθιά τον ορίζοντα
ώστε αυτή η φράση φάνηκε σαν συμπλήρωμα
της θεσπέσιας μορφής σου,
σαν στίχος από έξοχο ποίημα που δεν θα γραφτεί ποτέ,
και με την ποίηση, ως γνωστόν, συμβαίνει κάτι μαγικό,
μπορεί να ρητορεύει πειστικά
να σου λέει μέσα στα μούτρα σου ψευτιές
κι εσύ να τις καλοδέχεσαι ως στολίδι της πρωινής ομορφιάς.

Μα τώρα που πέρασε πολύς καιρός
λογαριάζω διαφορετικά την αλλοτινή σου φράση
καθώς δεν είναι πια πρωί
και καμιά υποψία δεν λογχίζει τον αέρα,
κι εσύ λείπεις για πάντα
άρα δίχως το βλέμμα σου ο ορίζοντας θα απομένει αδειανός
κι όλες οι βεβαιότητες θα φράζουν ολοένα τα ρουθούνια μου,
οπότε γυρεύω απελπισμένος ένα σημάδι,
ένα μικρό σημάδι,
που ίσως να αφήνει μια πιθανότητα ανοιχτή
να κάνουν λάθος οι σοφοί και τα τόσα βιβλία,
που ίσως να αφήνει μια πιθανότητα ανοιχτή
στο τέλος πράγματι
να μας ξεπλύνει η θάλασσα.

Από την ποιητική συλλογή «Για τους άγνωστους σφαγμένους»

Το πιο τρομακτικό

Το πιο τρομακτικό με τους ανθρώπους
δεν είναι ότι γεννούν δολοφόνους,
χασάπηδες στρατηλάτες, στρατιώτες εκτελεστικών αποσπάσματων,
πιλότους βομβαρδιστικών,
δεσμοφύλακες θαλάμων αερίων,
άντρες που μπήκανε στην πόλη των εχθρών
κι έλιωσαν τα κεφάλια των μωρών στον τοίχο.
Το πιο τρομακτικό είναι που συνηθίσαμε
τα αγάλματα των χασάπηδων στρατηλατών,
τις παρελάσεις των δολοφόνων στρατιωτών,
τις γιορτές που ονομάζουν ήρωες
εκείνους που έλιωσαν τα κεφάλια των μωρών στον τοίχο.

Το πιο τρομακτικό είναι που συνηθίσαμε
κι εσύ κι εγώ.

Το γκρεμολούλουδο

Στην άκρη των τρανών γκρεμών φυτρώνει ένα λουλούδι,
στην ομορφιά απαράμιλλο, στην όψη ζηλευτό,
το λένε γκρεμολούλουδο στων θρήνων το τραγούδι,
κι είναι κατάρα τρομερή και άνθος φονικό.

Και φτάνει μόνο να το δεις για να χαθεί ο κόσμος,
και να βουτήξεις μονομιάς στο μαύρο το κενό.
Μα κι αν ακόμη μοναχά το φανταστεί ο νους σου
στα σίγουρα θε να χαθείς στης τρέλας τον αχό.

Μα κείνο στέκει στον γκρεμό και θα σε περιμένει,
κι είναι για σένα δωρεά που καρτεράει εκεί.
Γιατί το λέν οι γέροντες που ξέρουνε τον κόσμο:
δίχως το γκρεμολούλουδο είν' η ζωή νεκρή.

Η δόξα των ανθρώπων

Ξέρεις, από παλιά υπήρχε η υποψία
και πλέον καθαρίζει μέσα μου σιγά σιγά
πως η πιο μεγάλη δόξα
είναι όλα αυτά που έχουμε χάσει
ενώ απλώσαμε τα χέρια μας για να τα αγγίξουμε:
Τα τρένα που έφυγαν από τον σταθμό
μιαν ανάσα προτού προφτάσουμε να ανεβούμε,
τα ηλιοβασιλέματα που έσβησαν
προτού προλάβουμε να σταθούμε απέναντί τους,
οι άνθρωποι που ανοίξαμε το βήμα μας για να τους φτάσουμε,
μα έστριψαν στη γωνία και χάθηκαν μέσα στο πλήθος.

Αυτή είναι η δόξα μας,
η δόξα των ανθρώπων,
να απομένουμε λαχανιασμένοι στις άδειες αποβάθρες
γυρεύοντας τα χαμένα τρένα,
τα χαμένα δειλινά,
τους χαμένους ανθρώπους,
εκείνη την συνάντηση που ξέρεις πως ποτέ δεν θα την καταφέρεις
αλλά πάντοτε θα προσπαθείς να την αγγίξεις,
ξανά και ξανά,
μέχρι το τέλος.

Σύντομο βιογραφικό

Ο Θανάσης Τριαρίδης γεννήθηκε το 1970 στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε Νομική στο ΑΠΘ.

Από το 2000 έχει εκδώσει 60 βιβλία με αφηγήσεις και δοκίμια ανάμεσα σε αυτά τα μυθιστορήματα, Ο άνεμος σφυρίζει την Κουπέλα, Τα μελένια λεμόνια, Τα χλωρά διαμάντια, τα ποιητικά βιβλία,  Θα σας περιμένω, Θα μας ξεπλύνει η θάλασσα, Για τους άγνωστους σφαγμένους, Τα παραμύθια ονειρεύτηκα, Τα λευκά Χριστούγεννα, Το περίσσιο παιδί κ.α.

Επί χρόνια διοργανώνει σεμινάρια πάνω σε διάφορους άξονες δυτικού πολιτισμού καθώς και εργαστήρια πυροδότησης θεατρικής γραφής.

Όλα τα βιβλία του και τα θεατρικά έργα του βρίσκονται και διατίθενται ελεύθερα στην Ανοιχτή Βιβλιοθήκη (www.openbook.gr/tag/thanasis-triaridis/).

Έχει εκδώσει (έντυπα ή ηλεκτρονικά) 30 θεατρικά έργα (ανάμεσά τους ο Μένγκελε, ο Οιδίνους, το Lebensraum, η τριλογία Leopold, Football, HIV το Πλυντήριο, η Κουκούλα, ο Frankenstein 3.R, κ.α.), από αυτά έχουν προκύψει περισσότερες από 60 παραστάσεις στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, της Γερμανίας, των Η.Π.Α. και της Κύπρου, καθώς και στο διαδίκτυο.

Έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά.


Το Radio Art έχει αδειοδοτηθεί  από τους Ελληνικούς οργανισμούς διαχείρισης δικαιωμάτων | Autodia | EDEM Rights
Copyright © Radio Art | All rights reserved.